- βλέπησις
- βλέπησιςlookfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλέπησιν — βλέπησις look fem acc sg βλέπω see pres subj mp 2nd sg (epic) βλέπω see pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέπηση — η (AM βλέπησις) [βλέπω] βλέμμα, ματιά μσν. νεοελλ. 1. επιτήρηση, επίβλεψη νεοελλ. 1. φρούρηση 2. προσοχή, φροντίδα μσν. θέα, όψη … Dictionary of Greek
βλεπήσεως — βλεπήσεω̆ς , βλέπησις look fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)